πυρομανής

πυρομανής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που κατέχεται από τη μανία του εμπρησμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυρομανής — ές, Ν αυτός που πάσχει από πυρομανία, που κατέχεται από ασυγκράτητη παρόρμηση πρόκλησης εμπρησμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτο μανής] …   Dictionary of Greek

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρομανία — η, Ν ιατρ. ψυχαναγκαστική παρόρμηση που παρωθεί ορισμένα άτομα να προκαλούν πυρκαγιές και έχει όλα τα χαρακτηριστικά τής γνήσιας ιδεοληψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”